Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Πιστεύομεν εἰς τὴν Αριστείαν.




Ν.Σ. Μαυρογιάννης

 Μαθηματικός (MSc, PhD)


Ο Γεώργιος Παπανδρέου στον γνωστό ως Λόγο της Απελευθέρωσης (18-10-1944)   διακήρυξε «Πιστεύομεν εἰς τὴν Λαοκρατίαν». Η ρήση είναι διάσημη όχι φυσικά για την προσήλωση του ομιλητή σε ό,τι διακήρυττε αλλά ως παράδειγμα χρήσης  της διπλής γλώσσας στην Πολιτική .  Όπου επιχειρείται η εξουδετέρωση ενός αιτήματος των πολιτικών αντιπάλων με την, δήθεν,  υιοθέτηση του. Ως γνωστόν ο Γ. Παπανδρέου είχε απέναντι του τις πολιτικές διεκδικήσεις του ΕΑΜ.



Πριν περίπου ένα μήνα ο νυν Υπουργός Παιδείας απαντώντας σε επερώτηση είπε:

«Ξεκαθαρίζω ότι εμείς δεν έχουμε τίποτα με την αριστεία. Είμαστε υπέρ. Άλλο είναι το θέμα. Το θέμα είναι αν θα συναινέσουμε στη δημιουργία ενός δικτύου εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, εκατό σχολείων –δήθεν- αριστείας σε ολόκληρη τη χώρα που θα αποτελέσουν το άλλοθι για να αφεθούν στην καταβύθισή τους τα υπόλοιπα τέσσερις χιλιάδες σχολεία. Αυτό είναι το θέμα. Το θέμα είναι αν θα συναινέσουμε στην ικανοποίηση ζήτησης εκ μέρους μεσαίων στρωμάτων για τη δημιουργία ενός δικτύου που θα ικανοποιεί περίπου δώδεκα χιλιάδες μαθητές και θα αφήσουμε πάνω από ένα εκατομμύριο μαθητές στην τύχη τους.  Όπως σωστά είχε πει και ο προκάτοχός μου στο Υπουργείο Παιδείας, ο κ. Αριστείδης Μπαλτάς, θέλουμε το άριστο σχολείο που βρίσκεται σε αντίθεση με το σχολείο αριστείας, τουλάχιστον όπως το ορίζει ο νεοφιλελευθερισμός. Σκοπός μας είναι όλα τα σχολεία της χώρας να γίνουν σταδιακά, βήμα-βήμα, άριστα σχολεία. »


O Υπουργός  ενέταξε μεν τα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία  στα απότοκα του νεοφιλελευθερισμού αλλά δεν ανέφερε τι ακριβώς αντιλαμβάνεται ως αριστεία πέρα από την αοριστία "άριστα σχολεία". Αν πάντως επιμείνουμε να μιλάμε Ελληνικά, προαγωγή της αριστείας  στην εκπαίδευση σημαίνει  ενίσχυση των αρίστων δηλαδή των καλλίτερων σε σχέση με κάποιο κριτήριο.  Η εκπαίδευση αν και κατά κανόνα είναι ομαδική λειτουργία αποβλέπει σε άτομα. Φυσικά και ενδιαφέρει η βελτίωση σχολικών τμημάτων, σχολείων, ομάδων σχολείων και του εκπαιδευτικού συστήματος εν γένει αλλά αποτελεί υπεκφυγή το να ισχυρίζεται κάποιος ότι ενδιαφέρεται για όλα αυτά χωρίς να υπολογίζει στα άτομα.


Ιστορικά η Αριστερά δεν ήταν πάντοτε εναντίον  Αριστείας ούτε εναντίον της ατομικής βελτίωσης.  Το ενάντιο. Έγκαιρα οι άνθρωποι της είχαν αντιληφθεί ότι είναι αδύνατη η Ηγεμονία της αν δεν προσεταιριστεί ή παραγάγει αριστείς σε κάθε θέση του καταμερισμού εργασίας. Οι παραινέσεις πολλές και γνωστές:  Από το «Εγκώμιο στη Μάθηση». του Μπρεχτ («...Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις!.. ».), το εμβληματικό «Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου, διάβαζε πολύ» και το  σχετικά πρόσφατο «Πρώτοι στα μαθήματα πρώτοι στον αγώνα». το μήνυμα ήταν πάντα το ίδιο: η ατομική βελτίωση είναι σημαντική και για την συλλογικότητα.  Είναι γνωστό ότι η Σοβιετική Ένωση καθώς και άλλες σοσιαλιστικές χώρες είχαν προτάξει την Αριστεία (τα σχολεία που είχαν για ικανούς μαθητές ήσαν περίφημα)  διότι διέβλεπαν  ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση της ύπαρξης τους. Η κατάρρευση αυτών των χωρών δεν είναι άσχετη με την υποχώρηση της Αριστείας προς όφελος της κομματικής ευνοιοκρατίας  και της ομοιομορφίας των μετρίων.


Αν πραγματικά στο κυβερνόν κόμμα ενδιαφέρονταν για την προαγωγή της Αριστείας όχι απλώς θα διατηρούσαν το δίκτυο των Προτύπων Πειραματικών Σχολείων (ΠΠΣ) με τα χαρακτηριστικά που είχαν όταν το παρέλαβαν αλλά θα το επεξέτειναν όπως είχε προγραμματισθεί από τις προηγούμενες «αστικές» κυβερνήσεις. Για να δώσουν ευκαιρίες στα ικανά παιδιά και ώθηση στην εκπαίδευση που τόσο ανάγκη έχει η Πατρίδα μας. Μπορούσαν συγχρόνως να επιδείξουν και το υποτιθέμενο ενδιαφέρον τους για την βελτίωση των υπόλοιπων σχολείων. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Δεν το έπραξαν για πολύ συγκεκριμένους εσωτερικούς λόγους.


Η λεγόμενη Αριστερά έχει προ πολλού πάψει να έχει οποιαδήποτε σχέση με οποιαδήποτε έννοια Αριστείας.  Φυσικά και με κάθε διάθεση υπεράσπισης της. Χάρη, κυρίως, στην δική της επιρροή οι φοιτητικές παρατάξεις ήδη από την δεκαετία του 80 εκπαιδεύουν τους φοιτητές σε λογικές του «Όχι στην εντατικοποίηση». Δικοί της συνδικαλιστές ποτισμένοι με το «Όχι στην αξιολόγηση χειραγώγηση» αναγορεύουν την ανεπάρκεια των εκπαιδευτικών σε κεκτημένο δικαίωμα. Οι ίδιοι άνθρωποι περνούν στην εγκύκλια εκπαίδευση λογικές της ήσσονος προσπάθειας ευαγγελιζόμενοι ένα «Σχολείο που μορφώνει και όχι να εξοντώνει». Παντού κάθε προσπάθεια αποτίμησης ή λογοδοσίας θεωρείται casus belli. Ένας φαύλος κύκλος  υπεράσπισης των συμφερόντων των μετρίων έχει αναγάγει στον χώρο της εργασίας ως γνώμονα απλοϊκές λογικές του τύπου «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»..


Η εχθρότητα  της «πρώτη φορά Αριστερά» έναντι της Αριστείας δεν έχει να κάνει με την αδεξιότητα του κυβερνώντος πρωτάρη ή κάποια παιδική κινηματική αρρώστια που έχει ως αποτέλεσμα την επιθυμία να μπολιαστεί άρον-άρον η κοινωνία με ισότητα. Έχει σχέση με την  αυτοσυντήρηση. Ένα σημαντικό τμήμα κυβερνητικών στελεχών είναι προϊόν μηχανισμών (σε κόμματα, συνδικάτα, πανεπιστημιακά δίκτυα), έχουν ανέλθει παρ' αξίαν χωρίς αξιόλογη εμπειρία σε περιβάλλοντα μόχθου, ανταγωνισμού και πραγματικών ευθυνών. Οι κάκιστες επιδόσεις που επιδεικνύονται στα δύσκολα (Οικονομία, Διοίκηση, Υγεία, Παιδεία, Ασφάλεια) οφείλονται στο ότι αρκετοί έχουν ασχοληθεί με εύκολα επιτηδεύματα (του επαγγελματία συνδικαλιστή, του άεργου πολιτικού καθοδηγητή, του ακτιβιστή, του αλληλέγγυου κ.α.). 


Ήδη από τα πρώτα εκπαιδευτικά νομοθετήματα φροντίζουν να αλλάξει  το αξιακό σύστημα της εκπαίδευσης ώστε όχι απλώς να εναρμονίζεται με τις ιδεολογικές προτεραιότητες της κυβέρνησης αλλά και να δικαιώνει το προφίλ των κυβερνητικών αξιωματούχων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν ότι το πρώτο πράγμα που κατεβλήθη προσπάθεια να πληγεί ήταν η αξιωσύνη. Διάλυση του δικτύου των ΠΠΣ, επαναφορά του 9,5 για την προαγωγή στο Λύκειο, απομάκρυνση διακεκριμένων επιστημόνων από την διοίκηση των ΑΕΙ και παράδοση τους στη συμπαιγνία παρατάξεων φοιτητών-ΔΕΠ, επιλογή Διευθυντών σχολείων με ψηφοφορία κ.α.  





Ενώ η κυβέρνηση προχωρεί ακάθεκτη, και κατά το δοκούν, στην αλλαγή του νομοθετικού χάρτη της Εκπαίδευσης, ενώ κομματικά στελέχη ακροβολίζονται συστηματικά σε θέσεις κλειδιά, συγχρόνως οργανώνει τον φερόμενο ως διάλογο για την Παιδεία.  Ήδη από την εκκίνηση του  φαίνεται ότι επιχειρείται  ένα είδος ζύμωσης της κοινωνίας ώστε να δεχθεί μία άρρητη μεν αλλά ορατή δια γυμνού οφθαλμού ατζέντα: Ήδη έχουν πέσει στο τραπέζι ιδέες για ένα χαλαρό σχολείο με μικρές απαιτήσεις άρα και  μικρές αποδόσεις.  Ένα σχολείο όπου οι τάχα κοινωνικές ευαισθησίες, η αποδοχή της διαβόητης ετερότητας, ο αφελληνισμός θεωρούνται πιο σημαντικά πράγματα από την μάθηση, την δημιουργία και γιατί όχι το πρωτείο.